- δεοντολογικός
- meslek ahlakı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
δεοντολογικός — ή, ό Ι. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δεοντολογία II. επίρρ. δεοντολογικώς σύμφωνα με τα διδάγματα τής δεοντολογίας ή από δεοντολογική άποψη … Dictionary of Greek
δεοντολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δεοντολογία: Η επιχειρηματική δραστηριότητα πρέπει να διακατέχεται από απαράβατους δεοντολογικούς κανόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)